- απογύμνωση
- η (AM ἀπογύμνωσις)η αφαίρεση όλων των ενδυμάτων, το ξεγύμνωμανεοελλ.1. η πλήρης αρπαγή των υπαρχόντων κάποιου, η ληστεία2. η λεηλασία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπογυμνώσῃ — ἀπογυμνώσηι , ἀπογύμνωσις stripping bare fem dat sg (epic) ἀπογυμνάζω bring into hard exercise fut part act fem dat sg (attic epic ionic) ἀπογυμνάζω bring into hard exercise fut part act fem dat sg (attic epic ionic) ἀπογυμνόω strip bare aor subj … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάγλυφο — I (Τεχν.).Γλυπτή παράσταση πάνω σε επίπεδη επιφάνεια. Γενικά, α. ονομάζεται το έργο τέχνης που φιλοτεχνείται σε πλάκα από μάρμαρο ή χαλκό ή, πιο σπάνια, άργυρο, χρυσό ή ελεφαντόδοντο.Η αδιάρρηκτη σύνδεση της εικόνας με την επίπεδη επιφάνεια, που… … Dictionary of Greek
ψίλωση — η / ψίλωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ψιλῶ / ώνω] 1. (σχετικά με έκταση) απογύμνωση από δένδρα 2. αφαίρεση τριχών, αποψίλωση, μάδημα νεοελλ. α) παθολογική πτώση τών μαλλιών, αλωπεκία β) επίμονη διάρροια νεοελλ. μσν. γραμμ. η χρήση τού ψιλού πνεύματος, τής… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
έκδυση — Φαινόμενο που παρατηρείται κατά περιόδους σε πολλά ζώα και συνίσταται στην ανανέωση ολόκληρου ή μέρους του περιβλήματός τους ή των παραγώγων του. Η έ. είναι απαραίτητη στα αρθρόποδα για την αύξηση του σώματός τους, επειδή το περίβλημά τους… … Dictionary of Greek
αποψίλωση — η (AM ἀποψίλωσις) 1. η γύμνωση μιας έκτασης από βλάστηση με ξερίζωμα ή ολοκληρωτικό κάψιμο των φυτών της 2. η τέλεια αποστέρηση κάποιου από κάτι αρχ. 1. η ολοκληρωτική αφαίρεση των τριχών, η αποτρίχωση, το μάδημα 2. (για αμπέλι) απογύμνωση από… … Dictionary of Greek
γδάρσιμο — το 1. η αφαίρεση τού δέρματος ζώου, η εκδορά 2. επιπόλαιο τραύμα στην επιδερμίδα, γρατζούνισμα 3. (για φυτά) η αφαίρεση τού φλοιού 4. η χρηματική απογύμνωση κάποιου ή η πώληση πράγματος σε υπερβολικά υψηλή τιμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) γδαρ , έγδαρα,… … Dictionary of Greek
γδύσιμο — το [γδύνω] 1. αφαίρεση ή αποβολή ενδυμάτων, απογύμνωση 2. ολοσχερής αφαίρεση πραγμάτων με κλοπή ή ληστεία 3. πώληση σε υπέρογκη τιμή … Dictionary of Greek
εκτραχηλισμός — ο (AM ἐκτραχηλισμός) εκτροπή σε αναίσχυντες πράξεις, αποχαλίνωση, αναίσχυντες πράξεις νεοελλ. 1. απογύμνωση τού τραχήλου ή και τού στήθους 2. μία από τις λαβές τού κεφαλιού κατά την πάλη, το κεφαλοκλείδωμα μσν. αποκεφαλισμός … Dictionary of Greek
ερήμωση — η (AM ἐρήμωσις) [ερημώνω] 1. καταστροφή, ρήμαγμα, κατερείπωση 2. κένωση, εγκατάλειψη τόπου νεοελλ. (για καλλιεργημένες εκτάσεις) αποψίλωση, απογύμνωση … Dictionary of Greek